- ἐργατίνης
- ἐργατίνηςhusbandmanmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εργατίνης — ἐργατίνης, ὁ (AM) 1. εργάτης, γεωργός 2. αυτός που ασκεί μια τέχνη 3. (για τον Χριστό) δημιουργός 4. ως επίθ. εργατικός, δραστήριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εργάτης με κατάλ. ίνης που συνήθως μαρτυρείται στα ανθρωπωνύμια (πρβλ. Αισχ ίνης)] … Dictionary of Greek
ἐργατίναι — ἐργατίνης husbandman masc nom/voc pl ἐργατίνᾱͅ , ἐργατίνης husbandman masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατίναις — ἐργατίνης husbandman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατίναισι — ἐργατίνης husbandman masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατίνην — ἐργατίνης husbandman masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατίνου — ἐργατίνης husbandman masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατίνα — ἐργατίνᾱ , ἐργατίνης husbandman masc nom/voc/acc dual ἐργατίνης husbandman masc voc sg ἐργατίνᾱ , ἐργατίνης husbandman masc gen sg (doric aeolic) ἐργατίνης husbandman masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατίνας — ἐργατίνᾱς , ἐργατίνης husbandman masc acc pl ἐργατίνᾱς , ἐργατίνης husbandman masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεργατίνης — ὁ, Α φρ. «συνεργατίνης θίασος» όμιλος που αποτελείται από συνεργάτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐργατίνης «εργάτης, ιδίως γεωργός»] … Dictionary of Greek